ἐξαναστάντες

ἐξαναστάντες
ἐξανίστημι
raise up
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εώος — ἐῷος, α, ον και ἑώϊος, ον και ιων. και ομηρ. τ. ἠοῑος, ον (Α) [ἕως ΙΙ] 1. αυτός που γίνεται την αυγή, ο πρωινός, ο εωθινός 2. αυτός που κείται προς την ανατολή, ο ανατολικός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑῴα η Ανατολή, οι χώρες τής Ανατολής ως επαρχίες… …   Dictionary of Greek

  • κιμμέριος — α, ο (Α κιμμέριος, ία, ιον, θηλ. και κιμμερίς, ίδος και ιων. τ. θηλ. κιμμερίη 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Κιμμέριοι α) μυθικός λαός που κατοικούσε πέρα από τον Ωκεανό σε διαρκές σκοτάδι, β) νομάδες τών στεπών που εισέβαλαν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”